- οσμοσκόπιο
- (I)τοοσμόμετρο (Ι).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmoscope < οσμή + -σκόπιο (< -σκόπος), πρβλ. στηθο-σκόπιο].————————(II)τοβλ. ωσμοσκόπιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
οσμόμετρο — (I) το όργανο με το οποίο καταμετρείται η οξύτητα τής οσφρήσεως, οσμοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + μέτρο]. (II) το βλ. ωσμόμετρο … Dictionary of Greek
ωσμοσκόπιο — και ωσμωσκόπιο και εσφ. τ. οσμοσκόπιο, το, Ν ωσμόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμός / ώσμ ωση + σκόπιο*] … Dictionary of Greek
οσμόμετρο — το 1. όργανο που μετρά την οξύτητα της αίσθησης της όσφρησης, αλλ. οσμοσκόπιο. 2. όργανο καταμέτρησης της οσμικής ενέργειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)